- ωκεανοπλοΐα
- η плавание в океане, дальнее плавание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωκεανοπλοΐα — η, Ν 1. κλάδος τής ναυτικής επιστήμης που ασχολείται με τον διάπλου τών ωκεανών 2. ποντοπλοΐα, ναυσιπλοΐα στους ωκεανούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωκεανός + πλοΐα (< πλοος < πλους < πλέω). Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
ωκεανοπλοΐα — η 1. το μέρος της ναυτικής επιστήμης που πραγματεύεται τις μεθόδους που εφαρμόζονται στα ταξίδια στους ωκεανούς. 2. θαλασσοπορία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωκεανοπλοϊκός — ή, ό, Ν [ωκεανοπλοΐα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανοπλοΐα … Dictionary of Greek
ωκεανοπλοϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωκεανοπλοΐα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)